- Κορώνης
- Κορώνηshearwaterfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κορώνης, δήμος — Νέος δήμος (5.067 κάτ.) του νομού Μεσσηνίας, που συστάθηκε με το σχέδιο Καποδίστριας και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Κορώνης, Ακριτοχωρίου, Βασιλιτσίου, Βουναρίων, Καπλανίου, Κόμπων, Υαμείας, Φαλάνθης, Χαρακοπείου και Χρυσοκελλαριάς, οι… … Dictionary of Greek
κορώνης — κορώνη shearwater fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κορώνης, μονή — Βλ. λ. Γεννήσεως Θεοτόκου, μονή (11.) … Dictionary of Greek
Κορώνης, Ξένος — (11ος αι.). Βυζαντινός υμνογράφος από την Κορώνη. Διετέλεσε πρωτοψάλτης της Αγίας Σοφίας. Έγραψε εγχειρίδιο μουσικής, στο οποίο πραγματεύεται τους ήχους και τις φθορές της βυζαντινής μουσικής. Συνέθεσε τα ανοιξαντάρια (ύμνοι που ψάλλονται στον… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Γρηγόριος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Επίσκοπος Νεοκαισαρείας (Νεοκαισάρεια 213; – 270). Η γνωριμία του με τον χριστιανισμό άρχισε μετά τον θάνατο του πλούσιου και ειδωλολάτρη πατέρα του, ο οποίος του έδωσε επιμελημένη αγωγή. Σε ηλικία… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Ζερμπίνος — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 από την Κορώνη. 1. Άνθιμος. Αρχιμανδρίτης Κορώνης. Ανατράφηκε στην Κωνσταντινούπολη και μετά πήγε στη Ρωσία, όπου παρέμεινε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Σχετίστηκε με τους επιφανείς Έλληνες της χώρας και… … Dictionary of Greek
Μεσσηνία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή και νομός (2.991 τ. χλμ., 176.876 κάτ.) της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου, που υπάγεται στην περιφέρεια Πελοποννήσου. Συνορεύει Β με τον νομό Ηλείας, Α με τους νομούς Αρκαδίας και Λακωνίας, ενώ στα Δ, στα Ν και κατά ένα… … Dictionary of Greek
Βοΐλας, Δημήτριος — Αγωνιστής του 1821, από την Κορώνη της Μεσσηνίας. Ο πατέρας του Βασίλειος πήρε μέρος στο κίνημα του Ορλόφ το 1770 και, μετά την αποτυχία του, εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Ζάκυνθο. Ο Β., όταν μεγάλωσε, πήγε στις παραδουνάβιες ελληνικές… … Dictionary of Greek